- παρύφανται
- παρύ̱φανται , παρυφαίνωweave besideperf ind mp 3rd pl (epic ionic)παρύ̱φανται , παρυφαίνωweave besideperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρυφαίνω — ΜΑ [υφαίνω] υφαίνω στα πλάγια ή κατά μήκος υφάσματος ή ενδύματος, σχηματίζω κατά την ύφανση παρυφή, γαρνίρω ταινία (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», Διόδ. β. «ἱμάτιον λευκόν, πῆχυν πορφυροῡν ἔχον παρυφασμένον», Πολυδ.) μσν. παρενείρω σε αφήγηση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek